αναδαμαλίζω

αναδαμαλίζω
μετ. прививать повторно (оспу)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναδαμαλίζω" в других словарях:

  • αναδαμαλίζω — δαμαλίζω εκ νέου, κάνω αναδαμαλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ανα * + νεώτ. δαμαλίζω «εκτελώ δαμαλισμό», που μαρτυρείται από το 1883 ατούς Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • αναδαμαλίζω — ισα ίστηκα, ισμένος, μπολιάζω πάλι με ορό κατά της βλογιάς: Ύστερα από τριάντα χρόνια αναδαμαλίστηκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»